- μέσακτος
- (I)μέσακτος και μεσάκτιος, -ον (Α)αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ακτών, στη μέση τής θάλασσας, ο μεσοπέλαγος («τὰς ἀγχιάλους ἐκράτυνε μεσάκτους», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)-* + ἀκτή].————————(II)μέσακτος, -ον (Α)ο σπασμένος στη μέση («μέσακτα πλευρὰ πρὸς πτύοις πεπλεγμένην», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)-* + -ακτος (< ἄγνυμι «σπάω»)].
Dictionary of Greek. 2013.